Ρέων χρόνος...

 Πάντα κουβαλάω τον εαυτό μου

εκεί που γεννιέται η Ζωή

στις πηγές των υδάτων

και αναπνέω τη μαγεία της ζωής

Και ο αέρας είναι γεμάτος με αγάπη

Ενα μονοπάτι

προς την ίδια κατεύθυνση

πέρα από τον τοίχο

πέρα από τα βάθη

πέρα από κάθε όριο.

Ενα μονοπάτι που οδηγεί

ανάμεσα στα κύματα της θάλασσας

με τα χάδια του ανέμου

και τα χαμόγελα της φωτιάς.

Οι σκέψεις μου κάνουν θόρυβο

χορεύουν στη ακτή γύρω απο φωτιές

σαν τσιγγάνοι

το φως του φεγγαριού μου κάνει παρέα

σε μέρες μοναξιάς.

Εκεί στο μονοπάτι που φιλοξενεί το φθινόπωρο

ανάμεσα στα κίτρινα φύλλα

ο χρόνος που ρέει,

χρώμα δίνει στις μαύρες μέρες

και το μπλε της θάλασσας το κάνει άπειρο.

Οι αντανάκλασεις των συλλαβών.

 Οι αντανάκλασεις των συλλαβών 

που προφέρονται χωρίς φωνή

καθυστερούν την ασάφεια 

των παρουσιών και των λυγμών.

Μεταμορφώνουν τη μελαγχολική πρόοδο 

των ξεθωριασμένων ενστίκτων

και ενθαρρύνουν τα ύψη 

των αναθεωρημένων βεβαιοτήτων, 

προωθόντας πυκνές δονήσεις, 

ψεκάζοντας αρώματα οξυγόνου 

που καίνε το ουράνιο τόξο

δημιουργούν κύματα

τα οποία στριφογυρίζουν 

από το χωνευτήρι των γοητειών, 

μαγεύοντας τον ζυγό των συναισθημάτων

εκεί στην φθορά των κυματοειδών ρυθμών, 

χτυπημένα στη σκιά αμφιλεγόμενων σκέψεων. 

Ξυπνούν κενούς χώρους 

που βρίσκονται σε πλατφόρμες 

παραμορφωμένων αισθήσεων.

Καταρρέουν τα αλαζονικά ρήματα, 

καθυστερούν, παρατεταμένα, ανάμεσα 

στις πνιγμένες αναπτύξεις δομών

που είναι επιρρεπείς σε αποσύνθεση 

υπό αδιάκριτες επιρροές 

υπαρξιακών ανισορροπιών.

Λιτανεία Ψυχής.

 Σπασμένη μουσική,

σπασμένες λέξεις,

θεοί στον αέρα,

θραύσματα και σφαίρες,

ασεβής βουητό,

κλαίει η ζωή στο αίμα,

σε σιωπές που ουρλιάζουν,

σε τρομακτικούς φόβους,

αναστεναγμοί λήγουν στο σκοτάδι,

δάκρυα στις στάχτες,

πιέζοντας τα χέρια,

παρακινημένων αποφάσεων.

Ψυχές που δεν λένε τίποτα

κλαίνε και θρηνούν,

αγκαλιάζουν χαμένα όνειρα.

Σε μονοπάτια ζωής αδιάβατα πια

εκεί που τα άτακτα βλέμματα

ξενυχτάνε τα βράδια ως την αυγή

σε μια λιτανεία οδυρμού 

στην εγρήγορση της ζωής και του ύπνου,

ο χρόνος περιμένει φως,

και οι σιωπές και αυτές μένουν ξύπνιες

πρίμο σεγόντο στην λιτανεία των ψυχών.

Αργοπορικές στιγμές.

 Σε αυτό το λυκόφως

μύρο που αρχίζει

να χύνεται τη νύχτα,

ως βάλσαμο και ανακούφιση

των ημερών μου,

στις αυταπάτες μου, την κούραση μου.

Εκεί΄που σκιές φωνάζουν "είναι πολύ αργά"

εκεί η ψυχή μου παραδίνεται και σιωπά

στην ανύπαρκτη αθανασία της στιγμής.

Και αυτά τα μάτια, τα παράθυρα της ψυχής

όπου αδυσώπητα δραπετεύει η ματιά

κρυφά απαρατήρητη στην ασταμάτητη

ρυθμική διαδοχή των ημερών

μέχρι τελικά όλα να εξαντληθούν

την τελευταία στιγμή.

Εικόνες και ιδιότροπες αναμνήσεις 

και μερικές φορές οι ανύπαρκτες πραγματικότητες

αναπνέουν την απελπισία του κενού

εκεί όπου όλες οι αδυναμίες

φαινόταν να πεθαίνουν

ξεθωριάζοντας τις πληγές

χωρίς να αφήσουν ουλές.

Και το βροντερό σπάσιμο

της αφύπνισης ενός ονείρου

που ανήκει στο παρελθόν.

Φιλιά που πλήρωσαν το βαρύ τίμημα

του χρόνου,

Αργοπορικές στιγμές που γέρασαν

χωρίς την ευκαιρία να ξαναγεννηθούν.

Ψευδαισθήσεις.

 Η νοσταλγία είναι σε θέση να εντυπωσιάσει,

κατά τη διάρκεια κάθε γήινου ταξιδιού

Μας βυθίζει αρμονικά σε ατέρμονους

θησαυρούς των αισθήσεων.

Στη σκοτεινή πλευρά

κοιτάω τη σκιά μου.

Εκεί που η σταθερότητα σε συνδυασμό 

με την επιβίωση 

λάμπει στην ελευθερία που έρχεται.

Η σοφία ευαισθητοποιείται εδώ,

καθώς μπορεί να επιβιώσει στο παρόν, 

κάπως διασκορπισμένη

δονείται από μια ουσιαστική θέληση, 

αυτή του αγγίγματος της ψυχής.

Βυθίσεις σώματος σε ένα ταξίδι 

όπου η φαντασία ανθίζει σε πολυχρωματικά κεντήματα

υφαίνοντας την εναλλαγή ενός αντικειμένου μάσκας

και μιας ανήσυχης καθημερινότητας 

ζωή κυριευμένη από ψευδαισθήσεις.

Εκεί που η αγάπη δεν είναι πια

παρά μια ανάσα

δίνοντας τους τελευταίους σπασμούς

σε εκείνους που αδιάφοροι

έκαναν ένα ολοκαύτωμα της Αθωότητας. 

ένα αντικατοπτρισμό

που η προσωπική μνήμη 

προσπαθεί να αναζωπυρώσει.

Στη σκιά των αρχαίων τύμβων.

 Τα λόγια σου έχουν τη λήθη της αμαρτίας

γυμνά ανάμεσα στα μαύρα κλαδιά και τα φύλλα,

εκεί στο τέλος του χρόνου.

Σε ένα ανελέητο παιχνίδι που αποδίδει μαρτύριο

έμαθα ότι η άνοιξη επιστρέφει,

ωστόσο ο ψίθυρος εξακολουθεί να ανοίγει κάθε δωμάτιο

με μια λεπτή χειρονομία και μια αναστάτωση

που παίζει το ξόρκι.

Υπάρχουν ελιγμοί που σηματοδοτούν την επιστροφή

σχεδιάζοντας μυθοπλασίες και διαλείμματα,

ανανεώνοντας χώρους μαζί με όνειρα.

Εκεί που το πλήθος βαδίζει 

σε αιχμηρές και απότομες διαγώνιες

γεμάτες μαγνητικά κύματα,

και ροές ενέργειας.

Ποιες στεριές της θάλασσας,

έλκονται από τους μεγάλους δρόμους

της σιωπής,

εκεί όπου το γρασίδι αναπνέει στη

σκιά των αρχαίων τύμβων.

Η Ηχώ των σπασμένων λέξεων.

 Ξαφνικά

η λέξη έχει ταξιδέψει.

Με άφησε ήσυχο

χωρίς αποσκευές και χωρίς όνομα

και είναι μακρύς ο δρόμος.

Ψάχνω για

την πικρή ηχώ 

των σπασμένων λέξεων

το λευκό ψωμί στο τραπέζι.

Στο σύντομο χώρο του ύπνου

διαπερνώ τη φωτεινή μέρα

χωρίς χρόνο, χωρίς όριο, χωρίς λήθη

και ανώνυμες μάχες, χωρίς ήρωες.

Τα όνειρα ξαναφτιάχνουν τον ιστό

για να προστατεύσουν το δώρο του φωτός

το θαύμα του περνάει νύχτες χωρίς σκιά

να ανακτήσει την πίστη εκείνων 

που πρόκειται να πεθάνουν.

Μόνο οι στάχτες σπάνε την ιστορία.

Ξέμεινε ο κόσμος από άνοιξη και καλοκαίρια

μόνο χειμώνες βλέπουμε μπροστά μας.